πατερίτσα

πατερίτσα
[патэрица] ουσ. θ. костыль.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πατερίτσα" в других словарях:

  • πατερίτσα — Βουνό της Αρκαδίας. Αποτελεί συνέχεια του Μαινάλου και η ψηλότερη κορυφή του είναι 1.869 μ. Πιθανότατα, το βουνό αυτό είναι το αρχαίο Θαυμάσιο. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές ένα σπήλαιο που υπάρχει σε ύψος 1.425 μ. ταυτίζεται με το σπήλαιο της… …   Dictionary of Greek

  • πατερίτσα — η 1. στήριγμα των κουτσών, δεκανίκι. 2. η ποιμαντορική ράβδος των αρχιερέων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεκανίκι — το (AM δεκανίκιον) νεοελλ. 1. ψηλή πατερίτσα με οριζόντιο στήριγμα στο πάνω μέρος, στο οποίο στηρίζουν τη μασχάλη τους όσοι δεν μπορούν να βαδίσουν κανονικά 2. η ποιμαντορική ράβδος τού επισκόπου 3. το ραβδί τού ζητιάνου μσν. το ραβδί, ως σύμβολο …   Dictionary of Greek

  • δεκανίκι — το ψηλό μπαστούνι με στήριγμα στις μασχάλες που το μεταχειρίζονται κυρίως οι ανάπηροι ή οι κουτσοί, η πατερίτσα: Έσπασε το πόδι του κι έτσι θα περπατάει για ένα μήνα με πατερίτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφύρνα — η, Ν ζωολ. γένος σελάχιων χονδροϊχθύων τής οικογένειας σφυρνίδες, γνωστό είδος τού οποίου είναι η Sphyrna zygaena, κν. πατερίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί τού σφύραινα με αποβολή τού αι ] …   Dictionary of Greek

  • Μαίναλο — I Οροσειρά της Πελοποννήσου, στην πρώην επαρχία Μαντινείας στον νομό Αρκαδίας, η οποία στο σύνολό της καλύπτεται από δάση με έλατα. Στα δάση αυτά βρίσκουν άφθονη τροφή χιλιάδες αιγοπρόβατα, γι’ αυτό και η κτηνοτροφία γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη.… …   Dictionary of Greek

  • pateric — PATERÍC, paterice, s.n. Colecţie de povestiri din viata vechilor călugări (trecuţi de Biserică în rândul sfinţilor); text care face parte dintr o astfel de colecţie. – Din sl. paterikŭ. Trimis de valeriu, 03.02.2004. Sursa: DEX 98  PATERÍC s.… …   Dicționar Român

  • ποιμαντορικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποιμαντορία: Ποιμαντορική ράβδος, αλλ. πατερίτσα του δεσπότη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ράβδος — η 1. ραβδί, μπαστούνι· «ποιμαντορική ράβδος», η πατερίτσα του επισκόπου· «στραταρχική ράβδος», μικρό ραβδί με στολίδια, διακριτικό του αξιώματος του στρατάρχη· «αστυνομική ράβδος», το κλομπ των αστυνομικών. 2. κάθε αντικείμενο που μοιάζει με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»